- ταχύς
- -εία, -ύ / ταχύς, -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, -η, -ο, υπερθ. ταχύτατος, -η, -ο και τάχιστος, -η, -ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, -έρα, -ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, -άτη, -ον και τάχιστος, -ίστη, -ον, ΜΑ, και αττ. τ. συγκριτ. θάττων, θᾱττον Α1. αυτός που κινείται με ταχύτητα, γρήγορος, γοργός2. αυτός που ενεργεί γρήγορα3. αυτός που γίνεται γρήγορα, εσπευσμένος, βιαστικός4. αυτός που διατρέχει μεγαλύτερη απόσταση από κάποιον άλλον κατά τον ίδιο χρόνο (α. «ταχύ πλοίο» β. «ταχέας δ' ἐκχεύατ' ὀιστοὺς αὐτοῡ πρόσθε ποδῶν», Ομ. Οδ.)5. ο συχνότερος τού κανονικού («ταχύς σφυγμός»)6. αιφνίδιος, ξαφνικός (α. «ταχεία μεταβολή» β. «μεταβολὴ οὕτω ταχεῑά τε καὶ ἰσχυρά», Πλάτ.)νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η ταχεία(ενν. αμαξοστοιχία) αμαξοστοιχία με μεγάλη σχετικά ταχύτητα, η οποία σταθμεύει μόνον σε ορισμένους σημαντικούς σταθμούς2. το ουδ. ως ουσ. το ταχύη αυγή3. (το ουδ. ως επίρρ.) ταχύταχιάαρχ.1. σύντομος, βραχύς2. το ουδ. ως ουσ. ταχύτητα, γρηγοράδα3. (το ουδ. ως επίρρ.) ταχέως4. φρ. α) «πόδας ταχύς» — ταχύπους (Ομ. Ιλ.)β) «διὰ ταχέων» ή «ἐκ ταχείας» — ταχέως (Θουκ.-Σοφ.)γ) «ταχὺς πρὸς ὀργήν» — αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος (Πλούτ.).επίρρ...ταχέως ΝΜΑκατά τρόπο ταχύ, γρήγορα, γοργά (α. «απομακρύνθηκε ταχέως» β. «ταχέως δὲ παρέτραπε δώρα θεάων», Ησίοδ.)νεοελλ.σύντομααρχ.(σπάν.) ίσως, πιθανόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαχ- με ανομοίωση (πρβλ. θάπτω: τάφος) + κατάλ. -ύς (πρβλ. παχ-ύς). Ωστόσο, το επί θ. παραμένει άγνωστης ετυμολ., αφού οι συνδέσεις του με τα λιθουαν. dengti «τρέχω γρήγορα, βιάζομαι», αρχ. ινδ. daghnoti «φθάνω» καθώς και η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα *t(h)ngh- τής ΙΕ ρίζας *t(h)engh- «συρω, τραβώ» δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, αντικείμενο ευρύτερης μελέτης έχει αποτελέσει ο συγκριτικός βαθμός τού επιθ. θάσσων (< *θαχ-jων), λόγω τού δυσερμήνευτου μακρού -ᾱ- που εμφανίζει (πρβλ. ουδ. θᾶσσον). Πρόκειται πιθανότατα για αναλογικό σχηματισμό κατά τα ἆσσον, μᾶλλον. Τέλος, σύμφωνα με άλλη άποψη, λιγότερη πιθανή, ο τ. θάσσων έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. *θήσσων (για το -η- τού τ., πρβλ. το σύνθ. ανθρωπωνύμιο Τήχιππος < *τῆχος αντί τού τάχος + ἵππος), διατήρησε όμως το -α- κατ' επίδραση τού θετικού βαθμού ταχύς. Σημασιολογικά, το επίθ. ταχύς παραμέρισε το συνώνυμό του ὠκύς, το οποίο περιορίστηκε τελικά μόνον σε ποιητ. κείμενα].
Dictionary of Greek. 2013.